- περιπόθητος
- -η, -οο εξαιρετικά ποθητός, αγαπητός, επιθυμητός: Βλέπει τα περιπόθητα βουνά της γλυκιάς πατρίδας του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
περιπόθητος — much beloved masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπόθητος — η, ο / περιπόθητος, ον, ΝΜΑ ο πολύ ποθητός, πολυπόθητος, προσφιλέστατος («βλέπει τα περιπόθητα βουνά... τής γλυκεράς πατρίδας», Κάλβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ποθητός (< ποθῶ)] … Dictionary of Greek
περιποθήτω — περιπόθητος much beloved masc/fem/neut nom/voc/acc dual περιπόθητος much beloved masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπόθητον — περιπόθητος much beloved masc/fem acc sg περιπόθητος much beloved neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιποθητότερος — περιπόθητος much beloved masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιποθήτοις — περιπόθητος much beloved masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιποθήτου — περιπόθητος much beloved masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιποθήτους — περιπόθητος much beloved masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιποθήτῳ — περιπόθητος much beloved masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπόθητα — περιπόθητος much beloved neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)